Αρπ, Ζαν

Αρπ, Ζαν
(Jean Arp, Στρασβούργο 1887 – Βασιλεία 1966). Γάλλος ζωγράφος και γλύπτης. Υπήρξε ένας από τους αντιπροσωπευτικότερους δημιουργούς της σύγχρονης τέχνης. Άρχισε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία ως ζωγράφος και έλαβε ενεργό μέρος σε όλα τα πρωτοποριακά κινήματα: blaue reiter (1911-12), ντανταϊσμό (υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του, μαζί με τον Τζαρά κ.ά., το 1916), σουρεαλισμό (1926-30). Ήρθε σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες του καλλιτεχνικού και πνευματικού κόσμου και ήταν από τους πρώτους που υιοθέτησαν την καινούργια αφηρημένη γλώσσα των γραμμικών μορφών (1915). Αργότερα δημιούργησε συνθέσεις ανάγλυφες, επιζωγραφισμένες, οι οποίες απαρτίζονταν –κατά τον δικό του ορισμό– από αντικείμενα «τυχαία, στοιχειώδη και παράλογα» (κουρέλια, σπάγκους, χαρτιά κ.ά.). Από το 1929 άσκησε σχεδόν αποκλειστικά τη γλυπτική, στην οποία κυρίως οφείλει τη φήμη του και παρουσίασε έργα που θυμίζουν οργανικά στοιχεία, σε σχήματα απλά, αλλά όχι πια ευθύγραμμα γεωμετρικά. Δείγματα των πλαστικών προθέσεών του είναι τα μεγάλα γλυπτά του στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και του Καράκας και στο Μέγαρο της ΟΥΝΕΣΚΟ στο Παρίσι. Τη γλυπτική του Ζαν Αρπ χαρακτηρίζουν αρκετά απλές μορφές, όχι όμως γεωμετρικές (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός — Λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό πρωτοποριακό κίνημα του προηγούμενου αιώνα. Διακρίνεται από τα άλλα πρωτοποριακά κινήματα για την τάση να παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών και αρχών, η ουσία του οποίου δεν περιορίζεται μόνο στη λογοτεχνική …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • ντανταϊσμός ή νταντά — Πρωτοποριακό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε ως ανταρσία εναντίον των πολιτιστικών και κοινωνικών συμβατικοτήτων και –λιγότερο ή περισσότερο κατηγορηματικά– εναντίον του πολέμου. Ο γαλλικός όρος dada παρμένος από την παιδική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”